Όπως φαίνεται και από το παρακάτω σχεδιάγραμμα η ρίζα της λατινικής
λέξης «labdanun» (λάβδανο)
ξεκινά από την Ακκαδικη γλωσσά.
Ετοιμολογία της λέξης λάβδανο:
Medieval
Latin lapdanum, labdanum, alteration of Latin ladanum,
from Greek
ledanon, ledanon, from ladon, *ledon, rockrose, of Semitic origin; akin to
Akkadian ladinnu, ladunu, an aromatic.
Η Ακκαδική Αυτοκρατορία bτην 3η χιλιετία π.Χ. |
Η Ακκαδική γλώσσα (lišānum akkadītum) ήταν σημιτική γλώσσα
(κλάδος της ευρύτερης ομάδας Αφροασιατικών γλωσσών) και ομιλείτο στην Αρχαία
Μεσοποταμία, Ιδιαίτερα από τους Ασσυρίους και τους Βαβυλωνίους. Στην γραπτή
εκδοχή της χρησιμοποιείτο η σφηνοειδής γραφή, σύστημα γραφής που προέκυψε από
την Σουμεριακή γλώσσα, μια μη σημιτική γλώσσα. Το όνομά της προέκυψε από την
πόλη Ακκάδ, ένα μεγάλο κέντρο του Μεσοποταμιακού πολιτισμού.
Η λέξη λάβδανο ή λαδανο σε διαφορές Γλώσσες.
Akkadian: Ladunu.Assyrian: Ladanu.
Bible:
Balm of Gilead (Βάλσαμο της Γαλαάδ)
Myrrh Old Testament.
Hebrew: Lot.
Greek : Ledanum.
Latin :Ladanum Labdanum.
Arabic : Ladhan.
Englisch: Ladanum.
German: Labdanum, Ladenharz, Ladan, Gummi or Resina Labdanum.
French: Ladanum.
Spanish: Ládano.
Turkish : Ladaen.
Πηγές - Βιβλιογραφία .
Labdanum: n. Also ladanum. A resinous exudation of certain Old World plant's of the genus Cistus, yielding a fragrant essential oil used in flavoring's and perfume's. [Medieval Latin, from Latin l`~adanum, from Greek ladanon, l`~edanon, from l`~edon, shrub from which labdanum exude's from Semitic, akin to or possibly ultimately from Akkadian ladunu.]
http://www.bbc.co.uk/dna/h2g2/A3120814
PRONUNCIATION: lab danm
VARIANT FORMS: also lad·a·num ( ladn-m)
NOUN: A resin of certain Old World plants of the genus Cistus, yielding a fragrant essential oil used in flavorings and perfumes.
ETYMOLOGY: Middle English, from Medieval Latin lapdanum, labdanum, alteration of Latin ladanum, from Greek ledanon, ledanon, from ladon, *ledon, rockrose, of Semitic origin; akin to Akkadian ladinnu, ladunu, an aromatic.
http://www.bartleby.com/61/18/L0001800.html