Στις 23 Απριλίου 1700 αναχωρεί από το λιμάνι της Μασσαλίας με το πλοίο «Αγιο Πνεύμα» ο Joseph Pitton de Tournefort (1656-1708), καθηγητής Βοτανολογίας στον Βασιλικό Κήπο του Παρισιού και μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών, με προορισμό τις χώρες της Εγγύς Ανατολής και με ποστολή να μελετήσει τη φυσική ιστορία και την αρχαία και σύγχρονη γεωγραφία των περιοχών αυτών, να εντοπίσει αρχαιότητες και να συλλέξει πληροφορίες για τη ζωή, την οικονομική, την κοινωνική και τη θρησκευτική κατάσταση των κατοίκων που βρίσκονταν τότε κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Ο γάλλος ταξιδιώτης δεν ενεργούσε με δική του πρωτοβουλία αλλά με εντολή του βασιλιά του Λουδοβίκου ΙΔ', ο οποίος είχε αναλάβει και τα έξοδα της επιχείρησης. Τον συντρόφευαν με την παρουσία και τις ειδικές γνώσεις τους ο ζωγράφος Claude Aubriet και ο γιατρός Andreas Gundelscheimer.
Ο Τουρνεφόρ εκθέτει τα καθέκαστα της τρίχρονης περιήγησής του στην Κρήτη, στο Αιγαίο πέλαγος, στην Κωνσταντινούπολη και στη Μικρά Ασία στο δίτομο έργο του Relation d' un voyage du Levant (Αφήγηση ενός ταξιδιού στην Εγγύς Ανατολή) (Παρίσι, 1717) με τη μορφή εκτενών επιστολών τις οποίες έστελνε από τους τόπους που επισκεπτόταν στον κόμη de Pontchartrain, υπουργό Εξωτερικών της Αυτού Μεγαλειότητος. [Ολόκληρη η αλληλογραφία του Τουρνεφόρ και των συνεργατών του σώζεται στη Βιβλιοθήκη του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού.].
ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΚΑΤΟΜΠΟΛΗ.
Το εργαστήρι όπως το παρουσίασε. 1702
|
Από άρθρο του Στέφανου Κακλαμανη στο Βήμα.
ΒΙΒΛΙΟ
Joseph Pitton de Tournefort, Tαξίδι στην Kρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους, 1700-1702.
"ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΝΗΣΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥΣ ΚΡΗΤΗΣ -ΙΙ
Όταν επιστρέψαμε στο Ρέθυμνο, μας
πληροφόρησαν ότι ήταν η εποχή τη ς συγκομιδής του λαβδάνου και πως, αν θέλαμε
να δούμε πώς γίνεται, μπορούσαμε να πάμε στο Μελιδόνι, ένα αρκετά ωραίο χωριό
στην ακτή15, σε απόσταση 22
μιλίων από την πόλη. Διανυκτερεύσαμε εκεί στις 22
Ιουλίου, σε έναν παπά, για τον οποίο ο Δόκτωρ Πατελάρος μάς είχε δώσει
συστατικές επιστολές. Ο παπάς αυτός λοιπόν μας υποσχέθηκε ότι θα μας δείξει όλα
τα αξιοσημείωτα του τόπου και ιδίως μια επιγραφή στην είσοδο ενός σπηλαίου
κοντά στο χωριό. Την επομένη συγχυσθήκαμε πολύ με τη συμπεριφορά ενός Τούρκου,
που ήταν αρμόδιος για τη συγκέντρωση του έγγειου φόρου της περιοχής (Βοεβόδας)
και τον οποίο δεν τολμήσαμε να προσκαλέσουμε σε δείπνο, διότι δεν είχαμε για
φαγητό παρά μόνον χοιρινό. Ο Τούρκος αυτός, έχοντας πληροφορηθεί τα σχέδιά μας,
βρήκε τον παπά και τού απαγόρευσε να μας πάει στο σπήλαιο, λέγοντας του ότι
είμαστε κατάσκοποι , ότι κάναμε σχόλια περί πάντων, ότι τον είχαν ειδοποιήσει
πως σχεδιάζαμε ακόμη και τα φυτά και ότι δεν θα ανεχόταν να μελετήσουμε τα
παλαιά μάρμαρα που ήταν γεμάτα προφητείες για τον Σουλτάνο. Μάταια προσπάθησα
να τον διαβεβαιώσω πως είμαστε γιατροί και ότι δεν κάναμε τίποτε περισσότερο
από το να προσπαθούμε να βοηθήσουμε τους κατοίκους της περιοχής, μοιράζοντας
τους φάρμακα δωρεάν. Ότι, αν σχεδιάζαμε τα φυτά, το κάναμε για τη δική μας
επιμόρφωση και ότι αυτό δεν μπορούσε να βλάψει κανέναν. Δεν έδωσε καμία σημασία
στα επιχειρήματά μας και απείλησε με ραβδιασμό τον παπά και όλους τους άλλους
Έλληνες του χωριού. Ο διερμηνέας μας ματαίως τού επισήμανε ότι είμαστε Γάλλοι,
τους οποίους η περιέργεια είχε φέρει στο Μελιδόνι *1 για να δουν πώς
συλλέγεται το λάβδανο και ότι χαίρονταν να βλέπουν, με την ευκαιρία αυτή, τα
άλλα αξιοπερίεργα του τόπου. Μετά από αυτά, πήρα έναν από τους αμαξάδες μας από
το χέρι για να μας οδηγήσει στη συγκεκριμένη σπηλιά,
ελπίζοντας ότι θα βρίσκαμε στην
επιγραφή το όνομα κάποιας αρχαίας πόλης στα ερείπια της οποίας είχαν κτίσει το
Μελιδόνι Το ευχάριστο αυτό όραμα μας γοήτευε. αλλά ο αμαξάς δεν ήθελε να
προχωρήσει βήμα πιο πέρα από τους ντόπιους, που έτρεμαν από τον φόβο τους σαν
καταδικασμένοι εγκληματίες. Ο Τούρκος απλώς γελούσε. Μου είπε πως ναι μεν δεν
εξαρτώμαστε από αυτόν, αλλά ότι ήταν αφέντης των Ελλήνων και εκείνοι οπωσδήποτε
θα τον υπάκουαν. Και ότι, αν θέλαμε να αγοράσουμε λάβδανο, Θα φρόντιζε να μας
φέρουν το καλύτερο, χωρίς να υποβληθούμε στον κόπο να μεταβούμε επί τόπου.
Κατόπιν επανέλαβε τις απαγορεύσεις του και ιδίως επέμεινε να προσέξουν πολύ να
μη μας μάθουν τον τρόπο με τον οποίο παρασκεύαζαν το φάρμακο αυτό. Βλέποντας το
πείσμα του ανθρώπου αυτού, μπήκαμε στο σπίτι του παπά για να μαζέψουμε τις
αποσκευές μας και να φύγουμε. Σκέφθηκα να ζητήσω να μας πουλήσουν τουλάχιστον
το εργαλείο με το οποίο μάζευαν το λάβδανο. Είναι ένα είδος μαστιγίου με μεγάλη
λαβή και δύο σειρές ιμάντων, όπως φαίνεται στο σχέδιο. Οι καημένοι οι Έλληνες
ήταν τόσο τρομοκρατημένοι από τις απειλές του Βοεβόδα, ώστε δεν τόλμησαν να το
πουλήσουν χωρίς την άδειά του. Μάταια προσπαθήσαμε να τους πείσουμε ότι δεν
είχαν παρά να μας το φέρουν κρυφά και να το περάσουν από την πόρτα του κήπου.
Λυτό δεν θέλησαν να το ακούσουν με κανέναν τρόπο. Μάταια πήγαν και παρακάλεσαν
τον αξιωματούχο: αυτός συνόδευσε την πείσμονα άρνησή του με νέες απειλές.
Ήλθαν τότε να μας ζητήσουν να
δούμε έναν παπά που είχε σπάσει το πόδι του πριν από λίγες ημέρες. Του είπαμε
τί έπρεπε να κάνει για να γίνει σύντομα καλά και μετά επιστρέψαμε στους δικούς
μας. Ο άλλος παπάς, που συμμετείχε σε όλη αυτήν τη μηχανορραφία, ήλθε τότε να
μας αναγγείλει, με χαρούμενο ύφος, πως είχε βρει τον τρόπο να μας πουλήσει δύο
μαστίγια, χωρίς να φέρει αντίρρηση ο Τούρκος, παρ' όλο που ήταν παρών. Ανέφερε
ότι συνήθως αυτά τα εργαλεία κόστιζαν 2 κορώνες το καθένα. Επειδή όμως είχαμε
συστάσεις από τον Δόκτορα Πατελάρο, θα πληρώναμε μόνον μιάμισυ κορώνες. Του
έδωσα 3 κορώνες. παρουσία του Τούρκου, ο οποίος παρακολουθούσε πάντοτε με
μεγάλη ψυχραιμία, καπνίζοντας την πίπα του. Για το σπήλαιο, ο παπάς μάς είπε
πως απαγορευόταν να πάει κάποιος εκεί, διότι ο αξιωματούχος φανταζόταν ότι
περιείχε προφητείες για την τύχη της αυτοκρατορίας. Όσο για το λάβδανο, θα μας
οδηγούσε ο ίδιος εκεί από παραδρόμους, χωρίς να το αντιληφθεί ο Τούρκος. Επειδή
πίστεψα ότι ο παπάς ήταν αξιόπιστος, τον διαβεβαίωσα πως δεν θα παραλείπαμε να
αναγνωρίσουμε τους κόπους του. Ανεβήκαμε λοιπόν στα άλογα μας για να τον
ακολουθήσουμε, αλλά μόλις είχαμε διανύσει ένα τέταρτο της λεύγας. ο Τούρκος μάς
πήρε το κατόπι ουρλιάζοντας σαν δαίμονας. Απειλούσε τον παπά με ραβδισμό και
ότι θα έγραφε αμέσως στον Αγά της περιοχής πως βοηθούσε κατασκόπους, Ο παπάς
μας, ανεβασμένος σε «να ωραίο μουλάρι, τον αψηφούσε, απαντώντας του ότι
μπορούσε να γράψει ό.τι ήθελε. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας ερευνώντας με πολλή
προσοχή για φυτά. Λίγη ώρα αργότερα, αυτός ο αρχικατεργάρης, με το μακρύ και
κόκκινο γένι, γένι, διαμήνυσε, με τους αγωγιάτες μας, ότι για χάρη μας εκτέθηκε
όχι μόνο στην ατίμωση του ραβδισμού, αλλά ακόμη και στον κίνδυνο να χάσει όλη
του την περιουσία. Ίου απάντησα ότι καλύτερα θα έκανε να γυρίσει πίσω και πως
θα μας στενοχωρούσε αν τον κακομεταχειρίζονταν εξαιτίας μας. Μετά από μερικές
πολύ ενοχλητικές διαπραγματεύσεις μαζί του, συνομολογήσαμε να του δώσουμε τρεις
κορώνες, μία για τον ίδιο και δύο για να κατευνάσει τον Βοεβόδα. Αυτή η ιστορία
μάς έκανε να υποψιασθούμε πως βρισκόταν σε συνεννόηση με τον Τούρκο από την
αρχή και ότι είχαν συνεργασθεί για να αισχροκερδίσουν αποσπώντας αυτό το ποσό.
Σε κάτι τέτοια οι Έλληνες είναι επικίνδυνοι. Δεν έχουν λησμονήσει τελείως αυτές
τις αρχαίες συνήθειες του νησιού, τις οποίες ο Πλούταρχος ονομάζει «κρητισμό».
Η δολιότητα τούτου εδώ του ανθρώπου ήταν χονδροειδής. Θα είχε πληρωθεί καλύτερα
και θα είχαμε πεισθεί για την τιμιότητα του, αν είχε πάει αμέσως να δώσει τις
δύο κορώνες στον Τούρκο για να τον αποτρέψει από το να γράψει στον Αγά.
Τελικά, προχωρώντας προς τη
θάλασσα, συναντήσαμε λόφους ξηρούς και αμμώδεις, γεμάτους από τους μικρούς
θάμνους που παράγουν το λάβδανο. Ήταν η πιο θερμή ώρα της ημέρας και δεν
φυσούσε καθόλου. Ο καιρός αυτός είναι απαραίτητος για τη συγκομιδή του
λαβδάνου. Επτά έως οκτώ χωρικοί, με πουκάμισο και βράκα, δούλευαν με τα
μαστίγιά τους στα φυτά. Τίναζαν τα μαστίγια και τα έσερναν στα φύλλα των
θάμνων, γεμίζοντας τους ιμάντες με ένα είδος αρωματικής κόλλας που βρίσκεται
επάνω στα φύλλα. Η κόλλα αυτή είναι μέρος του θρεπτικού χυμού του φυτού και
εκκρίνεται διά μέσου του ιστού αυτών των φύλλων σαν παχύς ιδρώτας, του οποίου
οι σταγόνες είναι τόσο λαμπερές και καθαρές όσο το νέφτι.
Μόλις γεμίσουν τα μαστίγια με τη
λιπαρή αυτή ουσία, την αποσπούν από τους ιμάντες με ένα μαχαίρι και την πλάθουν
σε βώλους. Είναι αυτό που παίρνουμε ως λάβδανο. Εάν κανείς εργάζεται με
επιμέλεια μπορεί να συλλέξει 3 λίμπρες και 2 ουγγιές (μία οκά) και πλέον την
ημέρα, που πωλούνται για 1 κορώνα επί τόπου. Η συγκομιδή είναι δύσκολη, μόνο
και μόνο επειδή πρέπει να γίνει μέσα στη μεγαλύτερη ζέστη της ημέρας και όταν
δεν υπάρχει άνεμος. Αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη προσμείξεων και στο
καθαρότερο ακόμη λάβδανο, διότι οι άνεμοι των προηγούμενων ημερών επιθέτουν
σκόνη στους θάμνους. Για να αυξήσουν το βάρος του φαρμάκου, το ζυμώνουν με ένα
είδος πολύ λεπτής σκουρόχρωμης άμμου που βρίσκουν στην περιοχή, σαν να ήθελε η
ίδια η φύση να τους διδάξει πώς να νοθεύουν καλύτερα το εμπόρευμα. Είναι
δύσκολο να διακρίνει κανείς την απάτη όταν έχουν ανακατέψει καλά την άμμο με το
λάβδανο. Πρέπει να το μασήσει αρκετά, για να διαπιστώσει αν τρίζει στα δόντια ή
να το φιλτράρει, αφού το διαλύσει, για να ξεχώρίσει η πρόσμειξη.
Cistus ladanifera, cretica,frore
purpureo *2 [Κίστος ο λαδανοφόρος, κρητικός, πορφυρανθής].
Ο θάμνος που παράγει το λάβδανο
είναι πολύ φουντωτός και έχει ύψος δύο έως τρεις πόδες. Το άνθος του έχει
διάμετρο ενάμισυ δακτύλων, με πέντε πέταλα ρόδινα, ρυτιδωμένα, αρκετά
στρογγυλά, αν και στενεύουν στη βάση τους, καταλήγοντας σε έναν κίτρινο όνυχα
και, πολύ συχνά, σχιστά στα άκρα. Από το κέντρο τους εξέρχεται μια τούφα από
κίτρινους στήμονες, που φέρουν καστανόχρωμη μικρή κεφάλη. Περιβάλλουν έναν
ύπερο μήκους δύο γραμμών, που καταλήγει σε ένα στίγμα αποστρογγυλωμένο στο άκρο
τον. Ο κάλυκας αποτελείται από πέντε σέπαλα, μήκους επτά ή οχτώ γραμμών,
ωοειδή, με νευρώσεις, τριχωτά στα άκρα, αιχμηρά και, συχνότερα, κυρτά προς τα
κάτω. Όταν μαραθούν τα πέταλα, ο ύπερος γίνεται καρπός (ή κάψα), μήκους πέντε
περίπου γραμμών, σχεδόν ωοειδής, σκληρός, αμβλύς, καστανόχρωμος και καλύπτεται
από ένα μεταξένιο χνούδι, που περιβάλλεται από τα σέπαλα. Είναι χωρισμένος κατά
το μήκος του σε πέντε θήκες, γεμάτες κοκκινωπά, γωνιώδη σπέρματα διαμέτρου μίας
περίπου γραμμής. Η ρίζα τον θάμπον είναι ξυλώδης, χωρισμένη σε. χονδρές ίνες,
μήκους οκτώ ή εννέα δακτύλων και τριχωτές. Το εσωτερικό της είναι λευκό, ο
φλοιός κοκκινωπός μέσα και καστανόχρωμος και σχιστός από έξω, όπως και ο φλοιός
τον βλαστού. Ο κορμός διαιρείται από τη βάση τον σε κλάδους με πάχος όσο το
μικρό δάκτυλο, σκληρούς, καστανόχρωμους ή γκριζωπούς. Οι κλάδοι υποδιαιρούνται
σε καστανέρυθρους κλαδίσκους, των οποίων οι μικροί βλαστοί, που είναι
ανοιχτοπράσινοι και τριχωτοί, έχουν τα φύλλα αντίθετα ανά δύο, Τα φύλλα είναι
επιμήκη, σταχτοπράσινα, κυματιστά στα άκρα, χονδρά, με νευρώσεις και ανώμαλα.
Έχουν πλάτος οκτώ ή εννέα γραμμών και μήκος ενός δαχτύλου ή δεκαπέντε γραμμών
και είναι στενότερα στο άκρο, οπου συγκρατούνται από έναν μίσχο μήκους τριών ή
τεσσάρων γραμμών και πάχους μίας γραμμής. Όσα βρίσκονται κοντά στα άνθη είναι
σχεδόν στρογγυλά και οι μίσχοι τους έχουν πάχος δύο γραμμές. Το όλο φυτό είναι
λίγο στυπτικό και με γεύση χόρτου. Ευδοκιμεί στον Βασιλικό Κήπο τον Παρισιού
και μοιάζει αρκετά με εκείνο το είδος τον κίστον που προέρχεται από τον
εκφυλισμένο σπόρο τον κίστον με φύλλα σαν της χαμοδρυάς. Το τελευταίο είδος
διακρίνεται από τα νεύρα που διατρέχουν το φύλλο κατά μήκος.
Την εποχή του Διοσκουρίδη, και
μάλιστα παλαιότερα, δεν συνέλεγαν το λάβδανο αποκλειστικά με μαστίγια, αλλά
αφαιρούσαν με προσοχή όσο είχε κολλήσει στα γένια και στους μηρούς των
κατσικιών, όταν έβοσκαν τρώγοντας τον θάμνο. Ο ίδιος συγγραφέας προσδιόρισε
πολύ σωστά το φυτό αυτό με την ονομασία «Λήδον».
Αυτά λοιπόν παρατηρήσαμε,
Εξοχότατε, γύρω από το Μελιδόνι, αλλά η σπηλιά και η επιγραφή μάς βάραιναν
πάντα την καρδιά. Είχα βάλει στο μυαλό μου ότι το αρχαίο όνομα του χωριού
έπρεπε να αναφέρεται εκεί. Αλλά επρόκειτο για κάτι τελείως διαφορετικό.
Ανακάλυψα στο κέντρο του Παρισιού, όταν ξεφύλλιζα τη συλλογή επιγραφών του
Γκρούτερ. εκείνο που δεν είχα μπορέσει να δω στην Κρήτη. Η επιγραφή της σπηλιάς
του Μελιδονίου είχε δημοσιευθεί την εποχή που με απασχολούσαν λιγότερο αυτά τα
πράγματα. Αναφέρεται σε έναν Άρτεμι ή Σαλλώνιο, ο οποίος προσφέρει Ουσία στον
Ερμή με την ευκαιρία του θανάτου της συζύγου του. Επειδή το συγκεκριμένο
γεγονός δεν έχει καμία απολύτως σημασία, Θα ήταν άχρηστο να παραθέσουμε εδώ την
επιγραφή, που έχει δώδεκα σειρές. Πάντως, διακρίνουμε μια γεωγραφική αναφορά,
ότι δηλαδή το Όρος Ταλλαίον. στο οποίο κατοικούσε ο Ερμής και το οποίο είχε
δώσει ένα επίθετο στον Δία (Ταλλαίος Ζευς), δεν βρισκόταν μακριά από το
Μελιδόνι*3. Στην Κρήτη έτρεφαν μεγάλο σββασμό για αυτές τις δύο θεότητες. Ο
Ζευς αποκαλείται συχνά στα νομίσματα Κρης και Ιδαίος, ενώ ο Κρμής ονο μαζόταν
στο νησί (Θεός Ευεργέτης και Διανεμητής των Αγαθών.
*1 το Μελιδόνι βρίσκεται σε απόσταση
δέκα περίπου χιλιομέτρων από την ακτή.
*2Σημερινή ονομασία : Cistus creticus ή ισως Ψistus laurifolius, κοινως λαδανιά ή κουνουκλιά.
Η ονομασία Cistus ladanifera, cretica για τον Cistus με τον ροζ ανθός που φύεται στην Ανατολική Μεσόγειο και δίνει το λάβδανο, κατόπιν το χρησιμοποίησαν οι Ισπανοί για όνομα του δικούς του φυτού «ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ».
Η ονομασία Cistus ladanifera, cretica για τον Cistus με τον ροζ ανθός που φύεται στην Ανατολική Μεσόγειο και δίνει το λάβδανο, κατόπιν το χρησιμοποίησαν οι Ισπανοί για όνομα του δικούς του φυτού «ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ».
*3 Μάλλον πρόκειται τον
Κουλούκωνα, ανατολικά του Μέλλοδίου.
ΣΠΗΛΑΙΟ ΜΕΛΙΔΟΝΙΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ. ΟΚΤ 1823- ΙΑΝ1824
Στο διάβα του προς τα δυτικά διαμερίσματα ο Χουσεΐν θα πολιορκήσει τον Οκτώβριο του 1823, 370 άμαχους και 30 αγωνιστές στο σπήλαιο του Μελιδονίου, το τέλος δόθηκε μετά τρεις μήνες τον Ιανουάριο του 1824 όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να πνίξουν με καπνό όλους εκείνους τους ήρωες.